- εξοπλίζω
- εξόπλισα, εξοπλίστηκα, εξοπλισμένος, μτβ.1. οπλίζω κάποιον εντελώς, τον εφοδιάζω με όπλα, αρματώνω.2. εφοδιάζω πλοίο με όλα τα απαραίτητα για ταξίδι ή για πόλεμο, το αρματώνω.3. εφοδιάζω με τα αναγκαία: Εξοπλίστηκε το γραφείο επιτέλους.4. εφοδιάζω με μηχανήματα, εγκαταστάσεις και με άλλα τεχνικά και παραγωγικά μέσα: Εξοπλίζω εργοστάσιο.5. το μέσ., εξοπλίζομαι εφοδιάζομαι με όπλα, αρματώνομαι, ετοιμάζομαι για πόλεμο.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.